- φωλητήριον
- τὸ, Ατόπος μυστικής συνάθροισης.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωλῶ + κατάλ. -τήριον*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωλητηρίοις — φωλητήριον place of secret assembly neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωλητήρια — φωλητήριον place of secret assembly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)